- βατραχ(ε)ιούς
- βατραχ(ε)ιοῡς, -οῡν (Α)1. ο βατράχειος2. το ουδ. ως ουσ. Βατραχιούν, τοδικαστήριο των Αθηνών, με πράσινο χρώμα στο ανώφλι της αυλόθυρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek